- ἀσύνετα
- ἀσύνετοςvoid of understandingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσύνετ' — ἀσύνετα , ἀσύνετος void of understanding neut nom/voc/acc pl ἀσύνετε , ἀσύνετος void of understanding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόβουλος — η, ο (ΑΜ κακόβουλος, ον) νεοελλ. αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις») νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό τού άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος») αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος … Dictionary of Greek
απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… … Dictionary of Greek
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
κουτουρού — (λ. τουρκ.), επίρρ., ασύνετα, απερίσκεπτα, στο βρόντο: Βαδίζει στα κουτουρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)